- διαθρυλώ
- (Α διαθρυλῶ, -έω) [θρυλώ]διαφημίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζωμσν.παθ. είμαι διάσημος, με περιβάλλει θρύλοςαρχ.παθ. διαθρυλοῡμαια) διαφημίζομαιβ) ξεκουφαίνομαι από την αδιάκοπη ομιλία κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιαθρυλώ — έω, Μ διαθρυλώ, διαλαλώ, διατυμπανίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαθρυλῶ «διαφημίζω, διατυμπανίζω»] … Dictionary of Greek
διαθρύλημα — το φημολογία, διάδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθρυλώ. Η λ. διαθρυλήματα μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
διαθρύληση — η η ευρεία διάδοση, ιδίως αδέσποτης φήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθρυλώ. Η λ. διαθρυλήσεις μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο] … Dictionary of Greek